- σείρινος
- -ίνη, -ον, Α [Σείριος]1. θερμός, καυστικός2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» — ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σειρίνος — ο, Ν ζωολ. γένος μακρών στρουθοειδών πτηνών, με πρασινωπό ή κίτρινο χρώμα, στο οποίο ανήκουν πολλά είδη διαδεδομένα σε ολόκληρη την Αφρική … Dictionary of Greek
σειρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον θέριστρον. Σικυώνιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σείρινα / σείρινος*] … Dictionary of Greek